Άρθρο του Αθανάσιου Ζακόπουλου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Τα νέα του ΤΥΠΕΤ", τεύχος 120, 2005
Η ξηροστομία αποτελεί μία ιδιαιτέρως δυσάρεστη κατάσταση που εμφανίζεται στη στοματική κοιλότητα και η οποία είναι περισσότερο διαδεδομένη απ’ όσο μπορεί κάποιος να υποθέσει. Η συχνότητά της στα πιο ηλικιωμένα άτομα ανέρχεται στο εντυπωσιακό 25% (1 στους 4 δηλαδή), ενώ τα τελευταία χρόνια φαίνεται να υπάρχει μια σταθερή αύξηση στην εμφάνισή της.
Με
τον όρο ξηροστομία αναφερόμαστε, γενικά,
στην αίσθηση ξηρότητας του στόματος κατά τη διάρκεια τόσο της ημέρας όσο και της νύχτας (πολλοί
ασθενείς παραπονιούνται ότι ξυπνούν κατά τη διάρκεια του ύπνου λόγω ακριβώς του
ότι το στόμα τους είναι στεγνό). Αυτή η μείωση ή και απουσία σάλιου από τη
στοματική κοιλότητα συνεπάγεται την εμφάνιση διαφόρων σημείων και συμπτωμάτων
ως αποτέλεσμα της διακοπής της ευεργετικής επίδρασης αυτού στο βλεννογόνο και
τα δόντια. Τα σημαντικότερα από τα προβλήματα αυτά είναι: αίσθημα ξηρότητας και καψίματος, δίψα, δυσκολία στη
μάσηση, στην κατάποση και την ομιλία, διαταραχές της γεύσης, προβλήματα στην
εφαρμογή των οδοντοστοιχιών, υπερευαισθησία των δοντιών κ.ά. Αυτό που θα πρέπει
οπωσδήποτε να ξεκαθαριστεί εδώ είναι ότι η ξηροστομία δεν είναι νόσος αλλά
σύμπτωμα το οποίο συνοδεύει διάφορες καταστάσεις και νόσους και το οποίο
αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε ασθενή. Στη συνέχεια θα γίνει μία
συνοπτική αναφορά στις συχνότερες αιτίες που οδηγούν στη ξηροστομία καθώς και
στους τρόπους αντιμετώπισής της.
Για
πολλά χρόνια εθεωρείτο ότι η αύξηση της ηλικίας οδηγούσε στη μείωση τόσο της
ποσότητας όσο και της ποιότητας όσον αφορά στην έκκριση σάλιου από τους
σιαλογόνους αδένες. Αυτό πιθανόν να ισχύει σε κάποιο βαθμό, όμως πλήθος ερευνών
έχουν πλέον δείξει ότι σε υγιή άτομα η ηλικία από μόνη της δεν αποτελεί βασικό
παράγοντα ανάπτυξης ξηροστομίας. Αντίθετα, καταστάσεις όπως το άγχος και το
στρες είναι τις περισσότερες φορές η κύρια αιτία που φυσιολογικά, κατά τα άλλα,
άτομα αισθάνονται το στόμα τους ξερό. Εξίσου σημαντικός αιτιολογικός παράγοντας
με το άγχος είναι και η λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων όπως αντιϋπερτασικά,
αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, αντιϊσταμινικά, διουρητικά και πολλά άλλα ακόμα,
ιδιαίτερα επιβαρυντικός δε είναι ο συνδυασμός τέτοιων φαρμάκων. Ακόμα, η
αναπνοή από το στόμα (και ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του ύπνου) αποτελεί
αιτιολογικό παράγοντα ξηροστομίας (λόγω εξατμίσεως του νερού), όπως και το
συστηματικό κάπνισμα, νοσήματα όπως ο σακχαρώδης διαβήτης, καθώς και η
ακτινοβόληση στην περιοχή κεφαλής-τραχήλου. Τέλος, το
σύνδρομο Sjogren, ένα χρόνιο νόσημα με
εκδηλώσεις σε αρκετά όργανα του σώματος, εκδηλώνεται στο στόμα με τη μορφή
ξηροστομίας.
Η
αντιμετώπιση της ξηροστομίας αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του αιτίου ή των
αιτίων που την προκαλούν όπου αυτή είναι δυνατή, στην ανακούφιση από την
αίσθηση της ξηρότητας και στην πρόληψη των συνεπειών της. Καταρχήν θα πρέπει να
υπάρξει συνεργασία του στοματολόγου με τον υπεύθυνο παθολόγο ή/και ρευματολόγο
που παρακολουθούν τον εκάστοτε ασθενή για να διαπιστωθεί αν πίσω από την
ξηροστομία κρύβεται κάποιο γενικότερο πρόβλημα στην υγεία του ασθενούς. Αν μετά
τις κατάλληλες εξετάσεις αποκλειστεί το ενδεχόμενο αυτό, τότε κάθε περίπτωση θα
πρέπει να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά, αφού ληφθούν υπ’ όψιν το μέγεθος του
προβλήματος και η ιδιαίτερη προσωπικότητα του ασθενούς. Πρώτο μέλημα είναι
πάντα η μείωση του άγχους το οποίο και επιβαρύνει πάντα την κατάσταση. Από εκεί
και πέρα ο ασθενής είναι απαραίτητο να καταναλώνει άφθονες ποσότητες νερού, ενώ
η μάσηση καραμέλας ή τσίχλας χωρίς ζάχαρη καθώς και ουσιών με έντονη γεύση
ξυνού βοηθάει οπωσδήποτε στην παραγωγή σάλιου. Αν παρ’ ελπίδα η βλάβη είναι μη
αναστρέψιμη, υπάρχουν διάφορα υποκατάστατα σάλιου, στοματικά διαλύματα, αλοιφές
και ειδικά gel τα οποία δίνουν μία αίσθηση
φρεσκάδας στη στοματική κοιλότητα. Αυτό που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι ο
ασθενής θα πρέπει να εφαρμόζει σχολαστική στοματική υγιεινή στα δόντια του
γιατί λόγω της ξηροστομίας αυτά είναι περισσότερο ευπαθή στην τερηδόνα. Κατά
συνέπεια, είναι απαραίτητη και η φθορίωση αυτών ανά τακτά χρονικά διαστήματα
είτε στο οδοντιατρείο, είτε και κατ’ οίκον με ειδικά gel.
Συνοψίζοντας,
αυτό που θα πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως ο κάθε ασθενής που υποφέρει (ή
νομίζει ότι υποφέρει) από ξηροστομία θα πρέπει εξ’ αρχής να καταφεύγει στον
κατάλληλο ιατρό, ο οποίος σε κάθε περίπτωση είναι ο οδοντίατρος ή ο
στοματολόγος (σε περισσότερο πολύπλοκες περιπτώσεις). Από εκεί και πέρα, με
προσεκτική εξέταση της κάθε περίπτωσης και με κατάλληλη χρήση των διαφόρων
σκευασμάτων που υπάρχουν στο εμπόριο, υπάρχει πάντα δυνατότητα βελτίωσης της
κατάστασης και, κατά συνέπεια, των συνθηκών διαβίωσης του ασθενούς.