Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

Βλάβες της γλώσσας τοπικής και συστηματικής αιτιολογίας

Άρθρο των Αθανάσιου Ζακόπουλου και Αλεξάνδρας Σκλαβούνου



ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Σε μία αρκετά μεγάλη ομάδα του πληθυσμού εμφανίζονται εκ γενετής ή κατά τη διάρκεια της ζωής διάφορες αλλοιώσεις στη γλώσσα οι οποίες χαρακτηρίζονται ως δυσπλασίες ή αποδίδονται σε διάφορους αιτιολογικούς παράγοντες, των οποίων η ακριβής αιτιοπαθογένεια δεν είναι γνωστή. Στην ομάδα αυτή των νοσημάτων της γλώσσας ανήκουν και ο γλωσσικός θυρεοειδής, η γεωγραφική γλώσσα, η τριχωτή γλώσσα, η οσχεοειδής γλώσσα και η μέση ρομβοειδής γλωσσίτιδα. Από την άλλη πλευρά, συστηματικά νοσήματα του αίματος όπως το σύνδρομο Plummer-Vinson, η ιδιοπαθής μεγαλοβλαστική αναιμία καθώς και διάφορες υποβιταμινώσεις έχουν εκδηλώσεις και στη γλώσσα προκαλώντας ατροφία και ερύθημα με συμπτώματα γλωσσοδυνίας και καυσαλγίας που συχνά αποτελούν πρώιμες εκδηλώσεις της γενικής νόσου.

ΛΕΞΕΙΣ-ΚΛΕΙΔΙΑ

Γλωσσικός θυρεοειδής, γεωγραφική γλώσσα, οσχεοειδής γλώσσα, μέση ρομβοειδής γλωσσίτις, τριχωτή γλώσσα, σύνδρομο Plummer-Vinson, ιδιοπαθής μεγαλοβλαστική αναιμία, πελλάγρα, αριβοφλαβίνωση.




ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η γλώσσα αποτελεί ίσως το πιο ευαίσθητο από τα όργανα της στοματικής κοιλότητας αφ’ ενός λόγω της μεγάλης έκτασης που καταλαμβάνει και αφ’ ετέρου λόγω του μεγάλου αριθμού υποδοχέων που περιέχει. Ένα ευρύ φάσμα νοσολογικών οντοτήτων κατά κανόνα ασαφούς αιτιολογίας εντοπίζεται αποκλειστικά στη γλώσσα και δημιουργεί προβλήματα διάγνωσης και αντιμετώπισης. Από την άλλη πλευρά, η γλώσσα αποτελεί συχνά ένα είδος ‘καθρέφτη’ ο οποίος απεικονίζει γενικές νόσους που δίνουν χαρακτηριστικές και ίσως πρώιμες εκδηλώσεις από το στοματικό βλεννογόνο. Στην εργασία αυτή αναλύονται αλλοιώσεις της γλώσσας τοπικής αιτιολογίας αλλά και συστηματικές παθήσεις που δίνουν χαρακτηριστικές εκδηλώσεις από τη γλώσσα.




Α. ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ

Ο όρος γλωσσικός θυρεοειδής αναφέρεται σε μάζα έκτοπου θυρεοειδικού αδενικού ιστού ο οποίος εντοπίζεται στη βάση της γλώσσας, στη μέση γραμμή. Η αναπτυξιακή αυτή ανωμαλία θεωρείται το αποτέλεσμα της αποτυχίας του αρχέγονου, εμβρυονικού θυροειδή αδένα να κατεβεί στη φυσιολογική του θέση, διαδικασία που συνήθως συμβαίνει μεταξύ 3ης  (οπότε και αρχίζει ο σχηματισμός του αδένα) και 7ης εβδομάδας της εμβρυϊκής ανάπτυξης [(Kumar V και συν. (2004)]. Παρουσία έκτοπου θυρεοειδικού αδενικού ιστού εξάλλου έχει αναφερθεί και σε άλλες περιοχές της μέσης γραμμής του τραχήλου πλησίον του υοειδούς οστού [Okstad S και συν. (1986)], του λάρυγγα και της τραχείας [Ferlito A και συν. (1988)], του μεσοθωρακίου [Arriaga MA και συν. (1988)] και του οισοφάγου [Noyek AM και συν. (1981)].

Ο γλωσσικός θυρεοειδής αναπτύσσεται από επιθηλιακά στοιχεία του θυρεογλωσσικού πόρου που εκτείνεται από τη ρίζα της γλώσσας μέχρι τη μέλλουσα θέση του θυρεοειδούς αδένα και ο οποίος φυσιολογικά εξαφανίζεται μετά τη διάπλαση αυτού. Η ανάπτυξη του γλωσσικού θυρεοειδούς φαίνεται ότι οφείλεται σε λειτουργική ανεπάρκεια του κυρίως θυρεοειδούς αδένα [(Αγγελόπουλος και συν, (2000)]. Έχει υποστηριχτεί ότι οι μητρικές αντιθυρεοειδικές ανοσοσφαιρίνες ενδέχεται να εμποδίζουν την κάθοδο του θυρεοειδή και κατά συνέπεια να προδιαθέτουν σε κακή μελλοντική λειτουργία αυτού του οργάνου [Van Der Gaag RD και συν. (1985)].

Η συχνότητα του γλωσσικού θυρεοειδούς κυμαίνεται μεταξύ 1:3000 και 1:100000 γεννήσεις [Williams ED και συν. (1989)]. Η αλλοίωση γίνεται κλινικά εμφανής συνήθως στην εφηβεία, στην ενηλικίωση ή σε περιόδους ορμονικών διαταραχών όπως στην εγκυμοσύνη και στην εμμηνόπαυση [Αγγελόπουλος και συν. (2000)]. Η ηλικία εμφάνισης  αυτής της ανωμαλίας κυμαίνεται από 6 έως και 74 ετών [Bukachevsky RP και συν. (1991)]. Σε αρκετές περιπτώσεις, ιδιαίτερα σε παιδιά με γλωσσικό θυρεοειδή, παρατηρείται υποθυρεοειδισμός σε υψηλό ποσοστό που ανέρχεται στο 33% [Neinas FW και συν. (1973)] ενώ το 70% των ασθενών δεν έχουν θυρεοειδή αδένα στη φυσική του θέση  [Αγγελόπουλος και συν. (2000)]. Προσβάλλονται και τα δύο φύλα, με μεγαλύτερη όμως συχνότητα οι γυναίκες, η δε  σχέση ανδρών-γυναικών κυμαίνεται από 4:1 εως 7:1 [Alderson DJ και συν. (1994)].
Ιστοπαθολογικά πρόκειται για θυρεοειδικό αδενικό ιστό που μοιάζει με το φυσιολογικό θυρεοειδή αδένα και σε σπάνιες περιπτώσεις δυνατόν να αναπτυχτεί θυρεοειδές αδένωμα ή ακόμα και θυρεοειδές αδενοκαρκίνωμα [Diaz Arias AA και συν. (1992)].

Με βάση την ηλικία των ασθενών κατά την εμφάνιση των συμπτωμάτων διακρίνονται δύο ομάδες. Σε νήπια και μικρά παιδιά ο γλωσσικός θυρεοειδής ανιχνεύεται συνήθως ως τυχαίο εύρημα κατά τη διάρκεια ακτινογραφικού έλεγχου ρουτίνας. Οι ασθενείς αυτοί πιθανόν να πάσχουν από πνευματική καθυστέρηση ή να παρουσιάζουν προβλήματα ανάπτυξης. Στη δεύτερη ομάδα εντάσσονται ασθενείς που βρίσκονται σε ηλικίες πριν ή κατά τη διάρκεια της εφηβείας και τα συμπτώματα σχετίζονται με στοματοφαρυγγικά προβλήματα όπως δυσφαγία, δύσπνοια και αιμορραγία [Kalam A και συν. (1999)]. Η υπερτροφία του θυρεοειδούς αδένα οφείλεται στην αύξηση των επιπέδων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης [TSH]  λόγω αυξημένων μεταβολικών αναγκών για θυρεοειδικές ορμόνες κατά τη διάρκεια της εφηβείας [Wertz ML. (1974)]. Παρόμοιο αποτέλεσμα παρατηρείται και σε διάφορες άλλες βεβαρυμένες μεταβολικά καταστάσεις όπως  εγκυμοσύνη, τραυματισμός, μόλυνση ή εμμηνόπαυση [James D Williams και συν. (1996)].

Η κλινική εικόνα του γλωσσικού θυρεοειδούς ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος του θυρεοειδικού αδενικού ιστού και το βάθος που εντοπίζεται μέσα στη μάζα της γλώσσας. Συνήθως εμφανίζεται ως ογκίδιο μεγέθους 1-3 εκ. με ανώμαλο ή ομαλό σχήμα και μαλακή σύσταση στην περιοχή της μέσης γραμμής μπροστά από το τυφλό τρήμα της γλώσσας. Το χρώμα του ογκιδίου ποικίλλει από ρόδινο έως  κόκκινο ή κυανό, ενώ η επιφάνειά του μπορεί να είναι λεία ή ανώμαλη και να συνυπάρχει ελαφρά αιμορραγία ή και εξέλκωση [Neinas FW και συν. (1973)]. Όταν ο γλωσσικός θυρεοειδής είναι σχετικά μεγάλος σε διαστάσεις, ο ασθενής δυνατόν να παραπονείται για δυσκολία στην κατάποση, ομιλία και αναπνοή [Αγγελόπουλος και συν. (2000), Kumar V και συν. (2004)].

Η διάγνωση του γλωσσικού θυρεοειδούς και η διάκρισή του από άλλες κακοήθεις βλάβες γίνεται μόνο με ιστολογική εξέταση αν και η βιοψία σε αρκετές περιπτώσεις θα πρέπει να αποφεύγεται λόγω αυξημένης αγγειοβρίθειας και κινδύνου αιμορραγίας [Αγγελόπουλος και συν. (2000)].

Οι βιοχημικές εξετάσεις ελέγχου λειτουργίας του θυρεοειδή αδένα κυμαίνονται σε φυσιολογικά έως οριακά επίπεδα, με κανονικές ή μειωμένες τις τιμές των Τ3 (τριϊωδοθυρονίνη) και Τ4 (θυροξίνη) και αυξημένες αυτές των TSH (θυρεοειδοτρόπος ορμόνη) και της θυρεοσφαιρίνης [Wertz ML. (1974), Kumar V και συν. (2004)].

Ο ακτινογραφικός έλεγχος για επιβεβαίωση της κλινικής διάγνωσης είναι απαραίτητος. Σπινθηρογράφημα με ραδιοϊσότοπα (τεχνήτιο) έχει συνήθως καλά αποτελέσματα και αποφεύγεται η διαδικασία της διαγνωστικής βιοψίας. Η υπολογιστική τομογραφία (CT) βοηθάει στην εκτίμηση του μεγέθους του αδένα ενώ η μαγνητική τομογραφία (MRI) στον προσδιορισμό της έκτασης της βλάβης και στην κατανομή της στην στοματοφαρυγγική περιοχή σε οβελιαίο επίπεδο. Η διενέργεια υπερηχογραφήματος δεν είναι απαραίτητη, όμως σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποκαλύψει στοιχεία σχετικά με την πυκνότητα του αδένα και πιθανές κύστεις που δυνατόν να συνυπάρχουν [Kalam A και συν. (1999), Kumar V και συν. (2004)].

Η θεραπευτική αντιμετώπιση απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή διότι στην περίπτωση που δεν υπάρχει θυρεοειδής αδένας στη φυσιολογική του θέση (70% των περιπτώσεων) υπάρχει κίνδυνος υποθυρεοειδισμού εάν εξαιρεθεί ο γλωσσικός θυρεοειδής. Η αντιμετώπιση είναι ανάλογη με την ύπαρξη ή όχι συμπτωμάτων. Η βασική θεραπευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει τη χρήση εξωγενούς θυρεοειδικής ορμόνης με σκοπό την καταστολή της έκκρισης της TSH, εξουδετερώνοντας έτσι το ερέθισμα για την αύξηση των διαστάσεων του αδένα. Ο τρόπος αυτός αντιμετώπισης εφαρμόζεται σε ασθενείς με συμπτώματα ή και σε ασυμπτωματικούς ασθενείς με υψηλά επίπεδα TSH. Χειρουργική εξαίρεση συνιστάται μόνο σε επιλεγμένες περιπτώσεις που προοδευτικά εμφανίζουν συμπτώματα ή εάν η κατάστασή τους μετά την κατασταλτική θεραπεία έχει επιδεινωθεί. Η ολική εξαίρεση του αδένα παρουσιάζει δυσκολίες [James D Williams και συν. (1996)], είναι όμως απολύτως απαραίτητη για να αποφευχθεί η υπερτροφία τυχόν υπολειμματικού ιστού.




Β. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Η γεωγραφική γλώσσα (ή καλοήθης μεταναστευτική γλωσσίτις)  περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Rayer το 1831. Είναι μία ασυμπτωματική, φλεγμονώδης διαταραχή του γλωσσικού βλεννογόνου με συχνότητα εμφάνισής η οποία κυμαίνεται από 0,28% έως 14,4% και πιθανότερο ποσοστό περίπου 3%. Εμφανίζεται πιο συχνά στα παιδιά, ενώ στις περισσότερες μελέτες οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από τους άντρες, με αναφερόμενη συχνότητα 2:1 [Assimakopoulos και συν. (2002), Neville και συν. (2002), Jainkittivong A και συν. (2005)].

Η αιτιολογία της γεωγραφικής γλώσσας παραμένει άγνωστη. Έχει κατά καιρούς συσχετιστεί με ψωρίαση [Daneshpazhooh και συν. (2004), Zargari O (2006)], αλλεργία [Marks R και συν. (1984)], ορμονικές διαταραχές [Waltimo J. (1991)], νεανικό διαβήτη [Wysocki G και συν. (1987)], σύνδρομο Reiter [Fotiou G και συν. (1988)], σύνδρομο Down [Ercis M και συν. (1996)], διατροφικές διαταραχές, ψυχολογικές διαταραχές [Redman R και συν. (1966)], οσχεοειδή γλώσσα (50% των περιπτώσεων) και ομαλό λειχήνα. Έχει επίσης προταθεί πιθανή γενετική προδιάθεση [Pavelic J και συν. (1998), Shulman JD και συν. (2006)].

Κλινικά πρόκειται για περιοχές της γλώσσας στις οποίες παρατηρείται απόπτωση των τριχοειδών θηλών. Οι περιοχές αυτές είναι στρογγυλές ή έχουν ακανόνιστο σχήμα, εμφανίζουν ερυθρότητα, περιβάλλονται από κυκλοτερή, λευκωπή άλω και μεταβάλλουν γρήγορα θέση θυμίζοντας γεωγραφικό χάρτη. Συνηθέστερα εντοπίζονται στην κορυφή και στα πλάγια χείλη της γλώσσας. Παρόμοιες βλάβες εμφανίζονται σπάνια και σε άλλες θέσεις του βλεννογόνου όπως στις παρειές [Αγγελόπουλος και συν. (2000)]. Οι βλάβες είναι συνήθως ασυμπτωματικές, αλλά υπάρχει η πιθανότητα να προκληθεί αίσθημα καύσου, ιδιαίτερα με ερεθιστικές τροφές.

Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει οντότητες όπως ψωρίαση του στόματος,  σύνδρομο Reiter, ερυθηματώδη καντιντίαση, ομαλό λειχήνα, γλωσσίτιδα από επαφή σε σκευάσματα κανέλλας, συφιλιδικές βλεννώδεις πλάκες και πλασματοκυτταρική γλωσσίτιδα [Λάσκαρης (2005)]. Η διάγνωση στηρίζεται αποκλειστικά σε κλινικά χαρακτηριστικά.

Ιστολογικά, οι βλάβες είναι όμοιες με αυτές της ψωρίασης, παρατηρείται δηλαδή υπερπαρακερατίνωση, υπερακάνθωση, σπογγίωση και δημιουργία μικροαποστημάτων στις επιπολής στιβάδες του επιθηλίου ενώ το χόριο εμφανίζει χρόνιου τύπου φλεγμονώδη διήθηση [Neville και συν. (2002)].

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν απαιτείται θεραπεία. Οι ασθενείς θα πρέπει να ενημερώνονται και να καθησυχάζονται σχετικά με την καλοήθη φύση των βλαβών. Σε σπάνιες περιπτώσεις όπου υπάρχει αίσθημα καύσου συνιστάται η αποφυγή ερεθιστικών τροφών, ενώ σε σοβαρότερες και πιο επίμονες περιπτώσεις ενδείκνυται τοπική χρήση κορτικοστεροειδών [Αγγελόπουλος και συν. (2000), Pass B και συν. (2005)].




Γ. ΤΡΙΧΩΤΗ ΓΛΩΣΣΑ

H τριχωτή γλώσσα είναι μία αρκετά συχνή βλάβη (0,5% των ενηλίκων) η οποία χαρακτηρίζεται από επιμήκυνση και πάχυνση των τριχοειδών θηλών της γλώσσας, με αποτέλεσμα να δίνουν την εικόνα τριχών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το μήκος των φυσιολογικών τριχοειδών θηλών είναι περίπου 1mm, στην περίπτωση της τριχωτής γλώσσας ξεπερνάει τα 15 mm [Mumcu και συν. (2005)]. Το φαινόμενο αυτό αντιπροσωπεύει πιθανότατα αύξηση της παραγωγής κερατίνης ή αντίστοιχη ελλάτωση της απόπτωσης. [Neville και συν. (2002)].

Αν και η αιτιολογία της βλάβης δεν είναι σαφής, οι περισσότεροι από τους πάσχοντες είναι βαρείς καπνιστές. Παράγοντες που έχουν επίσης ενοχοποιηθεί είναι η λήψη αντιβιοτικών, αντιψυχωτικών η κακή στοματική υγιεινή, γενικές νόσοι (αναιμία, γαστρικές διαταραχές, εξασθένηση του οργανισμού), η ακτινοθεραπεία στην περιοχή του στόματος, η χρήση όξινων στοματικών διαλυμάτων και η υπερανάπτυξη μυκήτων (candida albicans) [Tamam L και συν. (2006), Lawoyin D και συν. (2008)]

Η τριχωτή γλώσσα αφορά κυρίως στο μέσο και οπίσθιο γλωσσικό τριτημόριο της γλώσσας. Οι επιμηκυσμένες θηλές έχουν συνήθως καφέ, κίτρινο ή μαύρο χρώμα, αποτέλεσμα της ανάπτυξης χρωμογόνων βακτηρίων ή της κατανάλωσης καπνού, καφέ και διαφόρων τροφών. Συνήθως η κατάσταση είναι ασυμπτωματική, υπάρχουν όμως και ασθενείς που παραπονούνται για αίσθημα καύσου ή για άσχημη γεύση [Neville και συν. (2002), Avcu και συν. (2003)].

Ιστολογικά παρατηρείται επιμήκυνση των τριχοειδών θηλών και υπερκερατίνωση. Η επιφάνεια καλύπτεται συνήθως από αποικίες μικροοργανισμών ή μυκήτων [Αγγελόπουλος και συν. (2000)].

Η διάγνωση βασίζεται αποκλειστικά στην κλινική εικόνα και η βιοψία δεν είναι απαραίτητη. Αν υπάρχει υποψία επιμόλυνσης με candida albicans μπορεί να ληφθεί επίχρισμα με στυλεό για μικροβιολογική εξέταση. Διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από την μελανίζουσα ακάνθωση, την επίχριστη γλώσσα και την τριχωτή λευκοπλακία [Λάσκαρης (2005)].

Θεραπευτικά συνιστάται απομάκρυνση κάθε προδιαθεσικού παράγοντα, καλή στοματική υγιεινή και σχολαστικό βούρτσισμα της ραχιαίας επιφάνειας της γλώσσας με κατάλληλη βούρτσα καθαρισμού. Σε βαριές περιπτώσεις με μεγάλη επιμήκυνση η τοπική χρήση κερατολυτικών ουσιών όπως τριχλωροξικού οξέος 30-50% ή σαλικυλικού οξέος σε αλκοόλη ή ουρίας 40% σε νερό, καταστρέφει τις επιμήκεις θηλές και η γλώσσα αποκαθίσταται στο φυσιολογικό. Το τριχλωροξικό οξύ είναι το καλύτερο θεραπευτικό μέσο, η τοπική του, όμως, εφαρμογή πρέπει να γίνεται με προσοχή και η χρήση του μπορεί να επαναληφθεί μετά την παρέλευση 2 εβδομάδων εάν υπάρχουν υπολειμματικές τριχοειδείς θηλές [Neville και συν. (2002), Λάσκαρης (2005)].





Δ. ΟΣΧΕΟΕΙΔΗΣ ΓΛΩΣΣΑ

Η οσχεοειδής (ή αυλακωτή γλώσσα) είναι μία αρκετά συχνή  δυσπλασία η συχνότητα της οποίας αυξάνεται με την πάροδο της ηλικίας και κυμαίνεται μεταξύ 2-5% του γενικού πληθυσμού, ενώ οι άνδρες φαίνεται να έχουν ένα ελαφρύ προβάδισμα έναντι των γυναικών [Neville και συν. (2002)].

Η αιτιολογία είναι άγνωστη, αν και η κληρονομικότητα φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο και πιθανολογείται μεταβίβαση με τον αυτοσωματικό επικρατούντα χαρακτήρα. Η ηλικία καθώς και τοπικοί παράγοντες φαίνεται να συμβάλλουν στην ανάπτυξή της [Neville και συν. (2002)].

Οι ασθενείς με οσχεοειδή γλώσσα εμφανίζουν πολλαπλές αύλακες στη ραχιαία επιφάνεια της γλώσσας, με βάθος που κυμαίνεται από 2 έως 6 mm. Σε ορισμένους ασθενείς οι αύλακες εντοπίζονται κυρίως στα πλάγια χείλη της γλώσσας, ενώ άλλοι ασθενείς εμφανίζουν μία βαθειά, κεντρική αύλακα με πολλές μικρότερες να διακλαδίζονται εκατέρωθεν. Η κατάσταση είναι συνήθως ασυμπτωματική, ενδέχεται όμως ορισμένοι ασθενείς να παραπονούνται για αίσθημα καύσου [Neville και συν. (2002)].

Η οσχεοειδής γλώσσα, όπως ήδη αναφέρθηκε συνδυάζεται αρκετά συχνά (50%) με τη γεωγραφική γλώσσα. Η κληρονομικότητα έχει επίσης ενοχοποιηθεί στην αιτιολογία της γεωγραφικής γλώσσας, με αποτέλεσμα να μην είναι απίθανο να εμπλέκεται στις δύο αυτές οντότητες το ίδιο γονίδιο ή γονίδια. Επιπλέον, η οσχεοειδής γλώσσα μπορεί να αποτελεί εκδήλωση των συνδρόμων Melkersson-Rosenthal, Down και Sjogren [Neville και συν. (2002)].

Ιστοπαθολογικά παρατηρούνται υποπλαστικές τριχοειδείς θηλές, μικροαποστημάτια στις επιπολής στιβάδες του επιθηλίου και επιμήκυνση των επιθηλιακών καταδύσεων. Στο συνδετικό ιστό παρατηρείται ήπια έως μέτρια χρόνια φλεγμονώδης διήθηση [Αγγελόπουλος και συν. (2000)].

Η διάγνωση στηρίζεται αποκλειστικά στην κλινική εικόνα.

Είναι καλοήθης κατάσταση και δεν απαιτείται ιδιαίτερη θεραπευτική αγωγή. Σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα στις αύλακες μπορεί να αθροίζονται υπολείμματα τροφών ή μικροοργανισμοί και να προκαλούν ήπια, υποκειμενικά ενοχλήματα. Σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται οι ασθενείς να βουρτσίζουν τη ραχιαία επιφάνεια της γλώσσας με ειδική βούρτσα γλώσσας και να φροντίζουν για την καλή υγιεινή της στοματικής τους κοιλότητας.





Ε. ΜΕΣΗ ΡΟΜΒΟΕΙΔΗΣ ΓΛΩΣΣΙΤΙΣ

Η μέση ρομβοειδής γλωσσίτις είναι σχετικά σπάνια βλάβη που εμφανίζεται χαρακτηριστικά στο μέσο και οπίσθιο τριτημόριο της ραχιαίας επιφάνειας της γλώσσας, μπροστά από το τυφλό τρήμα.

Στο πρόσφατο παρελθόν η κατάσταση θεωρείτο δυσπλασία που χαρακτηρίζεται από ωοειδή ή ανώμαλη ρομβοειδή περιοχή στη μέση γραμμή της γλώσσας και η επίσημη ονομασία της ήταν μέση ρομβοειδής δυσπλασία της γλώσσας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η δημιουργία της οφείλεται στην παραμονή του άζυγου φύματος μεταξύ των δύο πλαγίων γλωσσικών επαρμάτων κατά τη διάπλαση της γλώσσας το οποίο φυσιολογικά ενταφιάζεται κάτω από τα αναπτυσσόμενα γλωσσικά επάρματα. Αποτυχία ενός τέτοιου ενταφιασμού έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της μέσης ρομβοειδούς γλωσσίτιδας. Η συχνότητα της δυσπλασίας υπολογίζεται μεταξύ 0,01% και 1% στους ενήλικες [Baughman (1971), Αγγελόπουλος και συν. (2000)]. Θεωρητικά, η επίπτωση στα παιδιά θα έπρεπε να είναι αντίστοιχη με αυτή στους ενήλικες, όμως σε σχετική έρευνα σε 10000 παιδιά δεν αναγνωρίστηκε ούτε ένα περιστατικό μέσης ρομβοειδούς γλώσσας. Επιπρόσθετα, σε αρκετές μελέτες διαπιστώθηκε σταθερή συσχέτιση της βλάβης με λοίμωξη από candida albicans [Van der Waal (1986), Neville και συν. (2002)], ώστε να θεωρείται μία αντίδραση σε χρόνια καντιντιασική λοίμωξη και να κατατάσσεται σε πολλές ταξινομήσεις σαν μορφή ερυθηματώδους καντιντίασης αναφερόμενη ως κεντρική ατροφία των θηλών ή γλωσσίτις μέσης γραμμής, [Tyldesley (1994)].

Κλινικά, η βλάβη εμφανίζεται σαν καλά περιγεγραμμένη ερυθηματώδης πλάκα χωρίς τριχοειδείς θηλές. Συνήθως έχει συμμετρικό σχήμα και επιφάνεια λεία ή λοβώδη. Είναι κατά βάση ασυμπτωματική, αλλά στις περιπτώσεις που ανιχνεύεται candida albicans ενδέχεται να υπάρχουν ήπια υποκειμενικά συμπτώματα τύπου καυσαλγίας. [Neville και συν. (2002)].

Η διάγνωση στηρίζεται στα κλινικά χαρακτηριστικά. Μικροσκοπική εξέταση και καλλιέργεια για candida albicans από την αλλοίωση μπορεί να βοηθήσουν. Διαφορική διάγνωση πρέπει να γίνει από το αιμαγγείωμα, το λεμφαγγείωμα, τη γεωγραφική γλώσσα, και την κύστη του θυρεογλωσσικού πόρου.

Είναι αθώα βλάβη που συνήθως δεν απαιτεί θεραπεία. Συνιστάται ενημέρωση του ασθενούς και καλή στοματική υγιεινή. Σε περίπτωση ανίχνευσης candida albicans χορηγούνται τοπικά ή, σε πιο βαριές περιπτώσεις,  συστηματικά αντιμυκητισιακά φάρμακα.



ΣΤ. ΓΛΩΣΣΙΤΙΔΕΣ ΑΠΟ ΓΕΝΙΚΑ ΑΙΤΙΑ

Το σύνδρομο Plummer-Vinson αποτελεί κλινική εκδήλωση της σιδηροπενικής αναιμίας και εμφανίζεται κυρίως σε γυναίκες ηλικίας 40-60 ετών. Χαρακτηρίζεται από αναιμία και στοματικές εκδηλώσεις όπως ωχρότητα και ατροφία του βλεννογόνου, συγχειλίτιδα και γλωσσίτιδα. Η γλώσσα γίνεται λεία λόγω ατροφίας των θηλών, εξέρυθρη ή υπόλευκη και επώδυνη.  Η ατροφία των θηλών μπορεί να είναι μερική και ατροφικές ή εξέρυθρες περιοχές μπορεί να παρατηρηθούν και σε άλλα σημεία του βλεννογόνου, ενώ συνήθως συνυπάρχει καυσαλγία της γλώσσας και δυσκαταποσία (η οποία οφείλεται στη δημιουργία δακτυλιοειδούς ουλώδους στένωσης στο άνω τμήμα του οισοφάγου). Κατά την εξέταση του αίματος διαπιστώνεται υπόχρωμη, μικροκυτταρική αναιμία, ελάττωση του σιδήρου στον ορό, αύξηση της σιδηροφιλίνης, πτώση του κορεσμού της σε σίδηρο και ελάττωση της φεριτίνης του ορού [Αγγελόπουλος και συν. (2000), Neville και συν. (2002)].

Η ιδιοπαθής μεγαλοβλαστική αναιμία (ή αναιμία Biermer) οφείλεται σε ατροφία του γαστρικού βλεννογόνου και ανεπάρκεια έκκρισης του ‘ενδογενή παράγοντα’, μίας γλυκοπρωτείνης που παράγεται από τα τοιχωματικά κύτταρα του στομάχου και η οποία είναι απαραίτητη για την απορρόφηση της προσλαμβανόμενης με τις τροφές B12 και του φυλλικού οξέος. Η πορεία της νόσου είναι βραδεία και η βαρύτητα των κλινικών εκδηλώσεων ποικίλλει. Οι ασθενείς εμφανίζουν ωχρότητα, ανορεξία, διαταραχές των κενώσεων και απώλεια βάρους. Όταν η αναιμία οφείλεται σε έλλειψη της βιταμίνης Β12 εμφανίζονται και νευρολογικές διαταραχές όπως παραισθήσεις με μουδιάσματα και νυγμώδεις πόνους στα άκρα και αστάθεια στο βάδισμα. Οι ασθενείς έχουν την αίσθηση ότι περπατούν πάνω σε βαμβάκι., ενίοτε δε, εμφανίζουν και ψυχικές διαταραχές. Στις στοματικές εκδηλώσεις, στους ασθενείς αυτούς η γλώσσα αρχικά παρουσιάζεται οιδηματώδης και εξέρυθρη ενώ βαθμιαία εμφανίζει ατροφία των θηλών και σε προχωρημένα στάδια γίνεται λεία και ατροφική (γλωσσίτιδα του Hunter). Ενίοτε συνυπάρχουν διαβρώσεις, ραγάδες στη γλώσσα και συγχειλίτιδα, ενώ σε βαριές καταστάσεις μπορεί να αναπτυχθεί καντιντίαση. Η πρόγνωση είναι καλή εάν εφαρμοσθεί η κατάλληλη θεραπεία, ενώ η γλωσσίτιδα του Hunter έχει σημασία από διαγνωστική και προγνωστική άποψη γιατί μπορεί να χρησιμεύσει ως δείκτης της ανταπόκρισης της νόσου στη θεραπεία, η οποία συνίσταται στην παρεντερική χορήγηση Β12 και φυλλικού οξέος [Αγγελόπουλος και συν. (2000)].

Η αριβοφλαβίνωση οφείλεται σε έλλειψη της βιταμίνης Β2 (ριβοφλαβίνης) η οποία βρίσκεται στο γάλα, το ήπαρ, τους νεφρούς, τα ψάρια και τα αυγά και είναι απαραίτητη για την κυτταρική οξείδωση. Οι στοματικές εκδηλώσεις εμφανίζονται συνήθως σε ηλικιωμένα άτομα τα οποία λαμβάνουν αντιβιοτικά (μακρολίδες, χλωραμφενικόλη) και χαρακτηρίζονται από ατροφική γλωσσίτιδα (γλώσσα λεία και ερυθρή με ατροφία των τριχοειδών θηλών στην αρχή και των υπολοίπων αργότερα). Διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από τη μη ειδική συγχειλίτιδα  από οδοντοστοιχίες, την πελλάγρα, την κακοήθη αναιμία, την καντιντίαση και το σύνδρομο Plummer-Vinson [Roe (1991)].

Η πελλάγρα οφείλεται σε ελάττωση ή έλλειψη της βιταμίνης Β3 (νικοτινικό οξύ) και παρουσιάζεται σε άτομα που διατρέφονται κυρίως με αραβόσιτο (πρωτογενής) ή σε ασθενείς με παρατεταμένες διάρροιες, κίρρωση ήπατος και αλκοολισμό (δευτερογενής). Το νικοτινικό οξύ βρίσκεται συνήθως στη ζύμη, το ήπαρ, το κρέας, το γάλα και τις ντομάτες και είναι απαραίτητο για την κυτταρική αναπνοή. Η κλινική εικόνα των ασθενών συνιστάται σε δερματικές εκδηλώσεις, γαστρεντερικές και νευροψυχικές διαταραχές. Στο στόμα παρατηρείται διόγκωση της γλώσσας και ατροφία των θηλών με αποτέλεσμα να γίνεται εξέρυθρη (φαλακρή γλώσσα του Sandwith). Οι ασθενείς παραπονούνται για αίσθημα καύσου, ενώ ο βλεννογόνος του στόματος εμφανίζει ελκώσεις, είναι εξέρυθρος και επώδυνος [Karthikeyan και συν. (2002)].




ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Όπως κάθε όργανο του σώματος έτσι και η γλώσσα, σε μεγάλη ομάδα του πληθυσμού παρουσιάζει παραλλαγές ως προς τη μορφολογία της. Το γεγονός ότι πρόκειται για ένα όργανο προσιτό στην παρατήρηση έχει ως αποτέλεσμα η παραμικρή μεταβολή στη μορφολογία της γλωσσικής του επιφάνειας να γίνεται εύκολα αντιληπτή και ενίοτε να θορυβεί σε μεγάλο βαθμό τον ασθενή,. Κατά συνέπεια, είναι υποχρέωση του οδοντιάτρου, ο οποίος είναι ο μοναδικός αρμόδιος για τον έλεγχο της στοματικής κοιλότητας και τη διατήρηση της στοματικής υγείας, να αναγνωρίζει τις πιθανές ιδιαιτερότητες της γλωσσικής μορφολογίας, να καθησυχάζει τον ασθενή, να παρεμβαίνει θεραπευτικά όπου αυτό είναι αναγκαίο ή και να παραπέμπει τον ασθενή για περαιτέρω διερεύνηση.

Στην περίπτωση του γλωσσικού θυρεοειδούς η διάγνωση παίζει αποφασιστικό ρόλο αφ’ ενός για να αποκλειστεί κάποια κακοήθη βλάβη στην περιοχή και αφ’ ετέρου για να αποφασιστεί η παραμονή ή όχι του έκτοπου θυρεοειδικού ιστού, σε συνάρτηση με την κλινική εικόνα και τα αποτελέσματα των βιοχημικών εξετάσεων του ασθενούς. Η γεωγραφική γλώσσα είναι μία αρκετά συχνή βλάβη της γλώσσας χωρίς θορυβώδη συμπτωματολογία ή περαιτέρω συνέπεια και η διάγνωσή της χρησιμεύει στην πλειονότητα των περιπτώσεων για να καθησυχάσει τον ασθενή ο οποίος εμφανίζεται θορυβημένος. Στην περίπτωση της τριχωτής αλλά και της οσχεοειδούς γλώσσας είναι απαραίτητο μετά τη διάγνωση να δίνονται και οι κατάλληλες οδηγίες υγιεινής της περιοχής με βασικότερη το βούρτσισμα της ραχιαίας επιφάνειας της γλώσσας με ειδική βούρτσα και νερό για τον περιορισμό του μικροβιακού φορτίου τοπικά,. Στη μέση ρομβοειδή γλωσσίτιδα, παράλληλα με την κλινική διάγνωση απαιτείται και μυκητολογικός έλεγχος για τη διερεύνηση ύπαρξης παθογόνων στελεχών candida τοπικά. Τέλος, όσον αφορά στις διάφορες γλωσσίτιδες που οφείλονται στην έλλειψη στοιχείων όπως ο σίδηρος ή διάφορες βιταμίνες, ο ρόλος του οδοντιάτρου είναι σημαντικός διότι πολλές φορές οι εκδηλώσεις από τη γλώσσα οδηγούν στη διερεύνηση και αποκάλυψη της γενικής νόσου και κατ’ επέκταση στην κατάλληλη θεραπευτική αντιμετώπισή της.







 Tongue lesions and lingual manifestations of systemic diseases


SUMMARY

Many lesions which exclusively develop on the tongue are commonly seen in a great majority of the population and are attributed either to developmental or either etiologic factors.

This group of tongue diseases include lingual thyroid, geographic, hairy, fissured tongue and median rhomboid glossitis.

On the other hand, systemic diseases such as Plummer-Vinson syndrome, pernicious anemia as well as certain vitamin deficiencies manifest very often with tongue atrophy and erythema  which may represent early signs of the disease process.




KEY WORDS

Lingual thyroid, geographic tongue, hairy tongue, fissured tongue, median rhomboid glossitis, Plummer-Vinson syndrome, idiopathic megaloblastic anemia, ariboflavinosis, pellagra.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.      Αγγελόπουλος, Παπανικολάου, Αγγελοπούλου: Σύγχρονη στοματική και γναθοπροσωπική παθολογία, Λίτσας 2000.
2.      Λάσκαρης Γ: Θεραπευτική νόσων στόματος, Λίτσας 2005.
3.      Alderson DJ, Lannigan FJ: Lingual thyroid presenting after previous thyroglossal cyst excision. J Laryngol Otol 108:341-343, 1994.
4.      Arriaga MA, Myers EN: Ectopic thyroid in the retroesophageal superior mediastinum. Otolaryngol Head Neck Surg 99:338-340, 1988.
5.      Assimakopoulos D, Patrikakos G, Fotika C, Elisaf M: Benign migratory glossitis or geographic tongue:an enigmatic oral lesion. Am J Med 113(9):751-5, 2002.
6.      Avcu N, Kanli A: The prevalence of tongue lesions in 5150 Turkish dental outpatients. Oral Dis 9(4):188-95, 2003.
7.      Baughman RA: Median rhomboid glossitis: a developmental anomaly?. Oral Surg Oral Med Oral Pathol 31:56-65, 1971.
8.      Bukachevsky RP, Casler JD, Oliver J, Conley J: Squamous cell carcinoma and lingual thyroid. Ear Nose Throat J 70:505-507, 1991.
9.      Daneshpazhooh M, Moslehi H, Akhyani M, Etesami M: Tongue lesions in psoriasis: a controlled study. BMC Dermatol 4(1):16, 2004.
10.  Diaz-Arias AA, Bickel JT, Loy TS, Croll GH, Puckett CL, Havey AD: Follicular carcinoma with clear cell change arising in lingual thyroid. Oral Surg Oral Med Oral Pathol 74:206-211, 1992.
11.  Ercis M, Balci S, Atakan N: Dermatological manifestations of 71 Down syndrome children admitted to a clinical genetics unit. Clin Genet 50:317-20, 1996.
12.  Ferlito A, Giarelli L, Silvestri F: Intratracheal thyroid. J Laryngol Otol 102:95-96, 1988.
13.  Fotiou G and Laskaris G: Reiter’s syndrome oral manifestations. Hell Stomatol Chron 32:148-151, 1988.
14.  Jainkittivong A, Langlais RP: Geographic tongue: clinical characteristics of 188 cases. J Contemp Dent Pract 6(1):123-35, 2005.
15.  James D Williams, Oleh Slupchinskij, Anthony P Sclafani, Claude Douge: Evaluation and management of the lingual thyroid gland. Ann Otol Rhinol Laryngol 105:312-316, 1996.
16.  Kalam A, Tariq M: Lingual thyroid gland:clinical evaluation and comprehensive management. ENT Journal 78(5):340-349, 1999.
17.  Karthikeyan K. and Thappa DM: Pellagra and skin. Int J Dermatol 41:476-81, 2002.
18.  Kumar V, Nagendhar Y, Prakash B, Chattopadhyay A, Vepakomma D. Lingual thyroid gland: clinical evaluation and management. Indian J Pediatr 71(12): 62-4, 2004.
19.  Lawoyin D, Brown RS. Drug-induced black hairy tongue: diagnosis and management challenges. Dent Today 27(1), 62-3, 2008
20.  Marks R and Czarny D: Geographic tongue:sensitivity to the environment. Oral Surg Oral Med Oral Pathol 58:156-59, 1984.
21.  Mumcu G, Cimilli H, Sur H, Hayran O, Atalay T: Prevalence and distribution of oral lesions: a cross-sectional study in Turkey. Oral Dis 11(2):81-7, 2005.
22.  Neinas FW, Gorman CA, Devine KD, Woolner LB: Lingual thyroid:clinical characteristics of 15 cases. Ann Intern Med 79:205-210, 1973.
23.  Neville, Damm, Allen, Bouquot: Oral and maxillofacial pathology 2nd edition, WB Saunders 2002.
24.  Noyek AM, Friedberg J: Thyroglossal duct and ectopic thyroid disorders. Otolaryngol Clin North Am 14:187-201, 1981.
25.  Okstad S, Mair IW, Sundsfjord JA et al: Ectopic thyroid tissue in the head and neck. J Otolaryngol 15:52-55, 1986.
26.  Pass B, Brown RS, Childers EL. Geographic tongue: literature review and case reports. Dent Today 24(8):56-7, 2005.
27.  Pavelic J, Gall-Troselj K, Mravak M, Pavelic K: The p53 and nm23-H1 genes are not deleted in oral benign epithelial lesions. Anticancer Res 18:3527-3531, 1998.
28.  Redman R, Vance F, Gorlin R et al: Psychological component in the etiology of geographic tongue. J Dent Res 45:1403-1408, 1966.
29.  Roe DA. Riboflavin deficiency: mucocutaneous signs of acute and chronic deficiency. Semin Dermatol 10:293-7, 1991.
30.  Shulman JD, Carpenter WM. Prevalence and risk factors associated with geographic tongue among US adults. Oral Dis 12(4):381-6, 2006.
31.  Tamam L, Annagur BB. Black hairy tongue associated with olanzapine treatment: a case report. Mt Sinai J Med 73(6), 891-4, 2006
32.  Tyldesley W: Color Atlas Of Oral Medicine, Mosby-Wolfe, 1994.
33.  Van Der Gaag RD, Drexhagre HA, Dussault JH: Role of maternal immunoglobulins blocking.TSH induced thyroid growth in sporadic forms of cogenital hypothyroidism. Lancet 1:246-250, 1985.
34.  Van Der Waal N: Candida albicans in median rhomboid glossitis: a post-mortem study. Int J Oral Maxillofac Surg 15:322-5, 1986.
35.  Waltimo J: Geographic tongue during a year of oral contraceptive cycles. Br Dent J 171:94-96, 1991.
36.  Wertz ML: Management of undescended lingual and subhyoid thyroid glands. Laryngoscope 84:507-521, 1974.
37.  Williams ED, Toyn CE, Harach HR: The ultimobranchial gland and congenital thyroid abnormalities in man. J Pathol 159:135-141, 1989.
38.  Wysocki G and Daley T: Benign migratory glossitis in patients with juvenille diabetes. Oral Surg Oral Med Oral Pathol 63:68-70, 1987.
39.  Zargari O. The prevalence and significance of fissured tongue and geographical tongue in psoriatic patients. Clin Exp Dermatol 31(2):192-5, 2006.

Πέμπτη 21 Αυγούστου 2014

Ανοσοϊστοχημική μελέτη του οστικού μεταβολισμού κατά την ανάπτυξη της οδοντογενούς κερατινοκύστης των γνάθων

Η Διδακτορική Διατριβή, που εκπονήθηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και υποστηρίχθηκε και ολοκληρώθηκε το 2006, στην ψηφιακή της μορφή, μέσω του Εθνικού Κέντρου Διδακτορικών Διατριβών

http://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/22114

Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

Τo στόμα και οι συνηθέστερες παθολογικές καταστάσεις που εμφανίζονται σε αυτό

Τι πρέπει να προσέχουμε στο στόμα μας και πότε επιβάλλεται να γίνεται έλεγχος από τον Στοματολόγο


Του Δρ Αθανάσιου Σπ. Ζακόπουλου
Χειρ. Οδοντιάτρου-Στοματολόγου
Υποδιευθυντή Οδοντιατρικού Κέντρου Τ.Υ.Π.Ε.Τ.



 Άρθρο του Αθανάσιου Ζακόπουλου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Τα νέα του ΤΥΠΕΤ", τεύχος 156, 2014



Το στόμα αποτελεί ένα από τα πιο εύκολα προσβάσιμα όργανα του σώματός μας, με την έννοια ότι ο καθένας μπορεί σχετικά άμεσα να αντιληφθεί κάποια δυσλειτουργία σε αυτό και, σε γενικές γραμμές, να κάνει μία πρόχειρη εξέταση του προβλήματος.
Ταυτόχρονα, εκτός από τις ποικίλες παθολογικές καταστάσεις που εντοπίζονται αποκλειστικά σε αυτήν, η στοματική κοιλότητα αποτελεί και ένα πεδίο εκδήλωσης πολλών γενικότερων ασθενειών του σώματος, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές εμφανίζουν στο στόμα τα πρώτα σημάδια τους.
Ο σκοπός λοιπόν του συγκεκριμένου άρθρου είναι να αποτελέσει ένα είδος συνοπτικού οδηγού αναφοράς, με τη λιγότερη δυνατή επιστημονική ορολογία, σχετικά με τα διάφορα, όχι και τόσο προφανή, σημεία και συμπτώματα και τον συνδυασμό αυτών, που θα πρέπει να αξιολογήσουμε με προσοχή στο στόμα μας.
Η εξειδίκευση της Οδοντιατρικής η οποία ασχολείται ακριβώς με όλες τις παθολογικές καταστάσεις που εμφανίζονται στο στόμα ονομάζεται Στοματολογία και ο αντίστοιχος ιατρός Στοματολόγος.
ΑΦΘΕΣ. Είναι μικρές πληγές που εμφανίζονται στο στόμα αφού προηγηθεί ένα αίσθημα καψίματος στην περιοχή. Είναι επώδυνες και διαρκούν περίπου μία εβδομάδα. Ο αριθμός τους είναι συνήθως 1-5, ενώ σε σπάνιες περιπτώσεις το μέγεθός τους μπορεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλο. Η αιτία εμφάνισής τους γενικά είναι άγνωστη, υπάρχουν όμως ενοχοποιητικοί παράγοντες, διαφορετικοί σε κάθε άνθρωπο, όπως η κληρονομικότητα, κάποιες τροφές ή φάρμακα, το έντονο στρες, ο έμμηνος κύκλος, η αναιμία κ.ά.
Πολλοί ασθενείς, συνηθίζουν να χαρακτηρίζουν ως άφθα την οποιαδήποτε επώδυνη μεταβολή παρατηρούν στο στόμα τους. Υπάρχουν όμως αρκετές παθολογικές καταστάσεις (κάποιες από αυτές, δε, ιδιαιτέρως σοβαρές) που στο άπειρο μάτι εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά των αφθών, ενώ στην πραγματικότητα υποκρύπτουν κάτι άλλο.
Έτσι, όταν υπάρχει στο στόμα κάποια πληγή που δεν κλείνει για μεγάλο διάστημα (αυτή είναι και η συχνότερη μορφή με την οποία εμφανίζεται ο καρκίνος του στόματος), που συνδυάζεται με αντίστοιχες πληγές στα μάτια και τα γεννητικά όργανα ή με προβλήματα από το γαστρεντερικό ή, τέλος, κάποια πληγή που συνοδεύεται από γενικότερη αδυναμία και κατάπτωση του οργανισμού, πρέπει να ζητήσουμε στοματολογική εξέταση.
ΛΕΥΚΟΠΛΑΚΙΑ. Εάν παρατηρήσουμε σε οποιοδήποτε σημείο του στόματός μας κάποια λευκή, μη αποκολλώμενη περιοχή, η οποία δεν υπήρχε στο παρελθόν, πρέπει να εξεταστούμε από στοματολόγο, καθώς υπάρχει περίπτωση να αποτελεί αρχόμενη προκαρκινική κατάσταση. Ειδικά οι καπνιστές ή, ακόμα περισσότερο, καπνιστές που καταναλώνουν ταυτόχρονα οινοπνευματώδη ποτά, πρέπει όχι μόνο να εξετάζονται όταν υπάρχει κάποια ένδειξη αλλά και προληπτικά, σε εξαμηνιαία βάση, έτσι ώστε να ανιχνεύονται εγκαίρως και να αντιμετωπίζονται καταλλήλως αντίστοιχες επικίνδυνες καταστάσεις
ΟΓΚΙΔΙΑ. Είναι προφανές ότι εάν αντιληφθούμε κάποιο ογκίδιο στο στόμα μας πρέπει να ζητήσουμε στοματολογική εξέταση. Δεν χρειάζεται καταρχάς ανησυχία, γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για καλοήθη αντιδραστικά ογκίδια που με την κατάλληλη αφαίρεση αντιμετωπίζονται οριστικά.
Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να οφείλουν τη δημιουργία τους σε ιούς όπως ο HPV, χωρίς όμως και πάλι να υπάρχει ο βαθμός ανησυχίας που χαρακτηρίζει την ανίχνευση αντίστοιχων ιών στα γεννητικά όργανα.
ΞΗΡΟΣΤΟΜΙΑ. Η μειωμένη παραγωγή σάλιου μπορεί να οφείλεται σε διάφορους λόγους, όπως φάρμακα, στρες, ηλικία κ.α. Όταν όμως συνδυάζεται με ξηροφθαλμία και αίσθηση «κόκκων άμμου» στο μάτι ή και με ρευματοειδή αρθρίτιδα, πρέπει να διερευνάται η πιθανότητα ύπαρξης συνδρόμου Sjogren.
ΚΗΛΙΔΕΣ. Η ανίχνευση, μελανών κυρίως, κηλίδων στο στόμα (εφηλίδες-σπίλοι) δεν είναι σπάνιο φαινόμενο, τις περισσότερες φορές, δε, είναι χρόνιες καταστάσεις που δεν εμπνέουν ανησυχία, όπως ακριβώς οι αντίστοιχες «ελιές» του δέρματος. Στις περιπτώσεις όμως που κάποια από αυτές τις κηλίδες αιμορραγεί, γίνεται επώδυνη, μεταβάλλεται άναρχα σε μέγεθος ή πολλαπλασιάζεται, πρέπει να ελεγχθεί.
ΑΙΜΟΡΡΑΓΙΑ. Αιμορραγία στο στόμα προέρχεται στην πλειονότητα των περιπτώσεων από τα ούλα και είναι ένδειξη ουλίτιδας, συνήθως δε, γίνεται αντιληπτή το πρωί ως κατάλοιπο από το βραδινό βούρτσισμα. Φυσικά και από μόνη της αποτελεί λόγο θεραπείας των ούλων, σε περίπτωση όμως που είναι ιδιαίτερα έντονη ή και αυτόματη και συνοδεύεται από γενικότερα φαινόμενα κακουχίας και πτώσης της άμυνας του οργανισμού, πρέπει να διερευνάται άμεσα η πιθανότητα συνολικότερου προβλήματος.
ΚΑΚΟΣΜΙΑ. Η κακοσμία, σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90%, οφείλεται στα δόντια και συγκεκριμένα,σε πλημμελή περιποίηση αυτών. Άλλες αιτίες κακοσμίας είναι η ύπαρξη αυλάκων στην επιφάνεια της γλώσσας, μέσα στις οποίες μαζεύονται και λιμνάζουν μικρόβια και υπολείμματα τροφών τα οποία δεν καθαρίζονται κατάλληλα, οι πυώδεις αμυγδαλές και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση.
ΚΑΥΣΑΛΓΙΑ-ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΗΣ ΓΕΥΣΗΣ. Οι καταστάσεις αυτές, τις περισσότερες φορές οφείλονται σε υπερβολικό άγχος από την πλευρά του ασθενούς ή στη λήψη συγκεκριμένης κατηγορίας φαρμάκων. Πάντως, σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται σχολαστική κλινική εξέταση και οι κατάλληλες βιοχημικές εξετάσεις, έτσι ώστε να αποκλειστούν κάποιες λιγότερο συχνές παθολογικές αιτίες.
Είναι επιβεβλημένο, καθένας από εμάς όταν διαπιστώνει κάτι στο στόμα του το οποίο χρήζει στοματολογικής εξετάσεως, να προσφύγει άμεσα στον στοματολόγο για έλεγχο. Είναι όμως εξίσου επιβεβλημένο να διατηρήσει την ψυχραιμία του και να μην ανατρέξει στο διαδίκτυο με τα συμπτώματα που υποκειμενικά αντιλαμβάνεται και την εικόνα που με τη δική του οπτική γωνία ερμηνεύει,εκβιάζοντας μια πρώτη διάγνωση, καθώς το μόνο που θα αποκομίσει από αυτό είναι συνήθως μια ψευδώς θετική ή ψευδώς αρνητική απάντηση. 
Για τον λόγο αυτό, τα στοματολογικά νοσήματα που περιγράφονται ενημερωτικά στο άρθρο αυτό, δεν συνοδεύονται από αντίστοιχες φωτογραφίες.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Ομιλία με θέμα "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες" στο 15ο Παμπελοποννησιακό Συνέδριο, 20-6-2014, Ξενοδοχείο Elite, Καλαμάτα


Ολοκληρώθηκαν με επιτυχία οι εργασίες του 15ου Παμπελοποννησιακού Συνεδρίου στο ξενοδοχείο Elite της Καλαμάτας, 20-22 Ιουνίου.

Την Παρασκευή 20 Ιουνίου παρουσιάστηκε από τον Αθανάσιο Ζακόπουλο η ομιλία με θέμα "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες"


Από την ομιλία "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες"

Από την ομιλία "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες"

Από την ομιλία "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες"

Από την ομιλία "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες"

Από την ομιλία "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες"

Από την ομιλία "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες"

Από την ομιλία "Ο ασθενής με υποτροπιάζουσες άφθες"



Ενημέρωση από τον Δήμο Καλαμάτας

Με τον καλό φίλο και εξαίρετο συνάδελφο Κώστα Τόσιο, Επίκουρο καθηγητή στη Στοματολογία, στο ξενοδοχείο Elite




Τελετή Έναρξης του συνεδρίου

Τρίτη 17 Ιουνίου 2014

Οξέα στοματολογικά περιστατικά στην καθημερινή οδοντιατρική πράξη

                              


Άρθρο των Αθανάσιου Ζακόπουλου και Αλεξάνδρας Σκλαβούνου που δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό του Ο.Σ.Α, τεύχος 62, 2004




ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Ο οδοντίατρος στο χώρο του ιατρείου έρχεται συχνά αντιμέτωπος με περιστατικά τα οποία έχουν οξεία εμφάνιση και πορεία και δεν αφορούν σε βλάβες των οδοντικών ιστών, αλλά των μαλακών μορίων του βλεννογόνου του στόματος. Οι ασθενείς, ανήσυχοι, προσέρχονται με οξέα σημεία και συμπτώματα στον οδοντίατρο, ο οποίος καλείται να διαγνώσει σωστά μία τέτοια κατάσταση, να ανακουφίσει, να καθησυχάσει και, αν χρειασθεί, να παραπέμψει τον ασθενή σε συναφείς ειδικότητες για περαιτέρω διερεύνηση και αντιμετώπιση.

Στο άρθρο αυτό γίνεται  αναφορά σε σχετικά συνήθη νοσήματα που έχουν την εικόνα του επείγοντος και οφείλονται σε χημικομηχανικά αίτια, αλλεργικές/τοξικές αντιδράσεις ή λοιμογόνους παράγοντες. Ορισμένα είναι τοπικής αιτιολογίας, ενώ άλλα αποτελούν στοματικές εκδηλώσεις συστηματικών παθολογικών καταστάσεων. Η παρουσίαση των περιστατικών θα γίνει με τη βοήθεια ενός σύντομου ιστορικού το οποίο θα συνοδεύεται από την κλινική εικόνα. Θα ακολουθεί η διαφορική διάγνωση και τέλος θα συζητείται η θεραπευτική αντιμετώπιση.


Α. ΒΛΑΒΕΣ ΑΠΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΑ-ΧΗΜΙΚΑ ΑΙΤΙΑ

Οξείες τραυματικές βλάβες του βλεννογόνου του στόματος με τη μορφή ελκώσεων, εκτεταμένων διαβρώσεων ή και νεκρώσεων παρατηρούνται σχετικά συχνά και οφείλονται σε μηχανικούς τραυματισμούς ή σε χημικά/θερμικά εγκαύματα από μία πληθώρα βλαπτικών παραγόντων όπως ζεστά σκεύη φαγητού, καυτές κολλώδεις τροφές, χλωρίνη, βενζίνη, νέφτι, καυστική σόδα, κανέλλα, όξινοι  χυμοί  φρούτων, αγροτικά φάρμακα, τοπική εφαρμογή ασπιρίνης, οινόπνευμα, κα. Εξέχουσα θέση κατέχουν και πολλά οδοντιατρικά υλικά και φάρμακα όπως υδροξείδιο του νατρίου, γλουταραλδεύδη, ιώδιο, χλωρεξιδίνη, τριχλωροξικό οξύ, υποχλωριώδες νάτριο, φαινόλη, ευγενόλη,  αδροποιητικά διαλύματα, λευκαντικοί παράγοντες όπως το πυκνό υπεροξείδιο του υδρογόνου, ακρυλικές ρητίνες κ.α.

Η κλινική εικόνα ποικίλει από ερυθρότητα και οίδημα του βλεννογόνου έως διάβρωση ή και ανώμαλη έλκωση καλυπτόμενη από ψευδομεμβράνη, ενώ σε εξαιρετικά σοβαρές περιπτώσεις παρατηρούνται νεκρώσεις σε βάθος ιστών. Οι βλάβες είναι συνήθως επώδυνες και οι ασθενείς αναφέρουν ότι ο πόνος στην πάσχουσα περιοχή επιδεινώνεται με την πάροδο των ωρών από τη στιγμή της πρώτης επαφής με το βλαπτικό παράγοντα, καθώς και με τη λήψη ερεθιστικών τροφών. Η έκταση των βλαβών εξαρτάται από το είδος και την ένταση του βλαπτικού παράγοντα καθώς και από τον τρόπο και τη διάρκεια επαφής του με το βλεννογόνο.

Όσον αφορά στην αντιμετώπιση παρόμοιων βλαβών, απαραίτητη είναι η άρση του τραυματικού αιτίου, η αποφυγή κατανάλωσης τροφών ή ποτών που ερεθίζουν τη βλάβη και η λήψη αναλγητικών, ενώ σε μεγάλης έκτασης  αλλοιώσεις ενδείκνυται η χορήγηση πολύ μικρών δόσεων κορτικοστεροειδών. Γενικά αντενδείκνυνται αντισηπτικά διαλύματα που περιέχουν αλκοόλη καθώς και η λήψη θερμών τροφών, ροφημάτων και φαγητών με καρυκεύματα. Συνήθως η παρέλευση των συμπτωμάτων και η επούλωση των βλαβών κυμαίνεται, ανάλογα με τη βαρύτητα, από λίγες ημέρες μέχρι 2 εβδομάδες.


ΚΛΙΝΙΚΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 1

Άντρας 60 ετών προσήλθε με επώδυνη εξέλκωση στη ραχιαία επιφάνεια της γλώσσας, διάρκειας 10 ημερών. Στο ιστορικό ανέφερε λήψη δισκίων μαγνησίου που διαλύονται στο στόμα, καθώς και χρήση στοματοπλυμάτων για θεραπεία της βλάβης.

Με βάση το ιστορικό και την κλινική εικόνα της βλάβης, η διαφορική διάγνωση περιέλαβε:

1. χημικό έγκαυμα,
2. θερμικό έγκαυμα
3. τραυματικό έλκος
4. ηωσινόφιλο έλκος
5. φυματικό έλκος
6. συφιλιδικό έλκος

Το συφιλιδικό έλκος είναι ανώδυνο, δεν έχει οξεία πορεία και συνοδεύεται από σύστοιχη λεμφαδενίτιδα η οποία δεν υπήρχε στον ασθενή και σε συνδυασμό με το αρνητικό ιστορικό στοματογεννητικής επαφής κατέλαβε την τελευταία θέση στον κατάλογο της διαφορικής διάγνωσης. Το φυματικό έλκος, από την άλλη πλευρά, είναι σχετικά χρόνιο, ανώδυνο και μπορεί να συνοδεύεται από γενικά συμπτώματα, ενώ το έλκος του ασθενή ήταν επώδυνο και οξύ. Το ηωσινόφιλο έλκος αν και φλεγμονώδους αιτιολογίας είναι συνήθως χρόνιο και ανώδυνο, χωρίς γενική συμπτωματολογία, σε αντίθεση με το τραυματικό, το οποίο όταν είναι οξύ είναι επώδυνο. Το έγκαυμα του βλεννογόνου της γλώσσας με βάση το ιστορικό του ασθενούς που ανέφερε τοπική εφαρμογή δισκίων μαγνησίου θεωρήθηκε η πιο πιθανή διάγνωση για τη συγκεκριμένη περίπτωση, καθ’ όσον δεν υπήρχαν στο ιστορικό του ασθενούς στοιχεία θερμικού ερεθίσματος ώστε το έγκαυμα να θεωρηθεί θερμικό.

Άρση του πιθανού αιτιολογικού παράγοντα, δηλαδή διακοπή του φαρμάκου και επανεξέταση του ασθενούς σε μία εβδομάδα αποκάλυψε τάση επούλωσης της εξέλκωσης και κατά συνέπεια δεν θεωρήθηκε απαραίτητη η λήψη βιοψίας. Ταυτόχρονα ο ορολογικός έλεγχος για σύφιλη (VDRL) και η ακτινογραφία θώρακος για πιθανή φυματίωση έδωσαν αρνητικά αποτελέσματα. Στον ασθενή, συστήθηκε εκτός από τη διακοπή του φαρμάκου, διακοπή και των στοματοπλυμάτων, ενώ εφαρμόσθηκε τοπική ενδοβλαβική έγχυση κορτικοειδούς εφ’ άπαξ (celestone chronodose inj) με πολύ καλά αποτελέσματα.



Β. ΑΛΛΕΡΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΦΑΡΜΑΚΑ

Ο κατάλογος των ουσιών που μπορεί να ευθύνονται για αλλεργικές αντιδράσεις με εκδηλώσεις στο βλεννογόνο του στόματος και την περιστοματική περιοχή είναι ιδιαίτερα μακρύς και περιλαμβάνει πληθώρα, κυρίως φαρμακευτικών ουσιών, τροφών, φυτών, τοπικών αναισθητικών, οδοντιατρικών αποτυπωτικών υλικών κ.α.

Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι ο όρος στοματίτιδα εξ επαφής δεν σχετίζεται τόσο με αλλεργική αντίδραση του βλεννογόνου, όσο με τοξική ή χημική επίδραση των βλαπτικών παραγόντων τοπικά, σε αντίθεση με τη δερματίτιδα εξ επαφής. Το φαινόμενο της στοματίτιδας εξ επαφής που οφείλεται σε τοπική αλλεργική αντίδραση, είναι εξαιρετικά σπάνιο. Πλέον συνήθεις είναι οι αντιδράσεις του βλεννογόνου σε συστηματική χορήγηση φαρμάκων στις οποίες περιλαμβάνεται και το πολύμορφο ερύθημα καθώς και το αγγειονευρωτικό οίδημα ή οίδημα Quincke.

Το πολύμορφο ερύθημα αποτελεί μια οξεία βλεννογονοδερματική νόσο, η οποία συνδυάζεται με διάφορους λοιμογόνους και φαρμακευτικούς παράγοντες (ιός του απλού έρπητα, βαρβιτουρικά, σουλφοναμίδες, πενικιλλίνες, μη στερινοειδή αντιφλεγμονώδη, κ.ά). Έχει οξεία εμφάνιση με ανάπτυξη κηλίδων, βλατίδων, φυσαλίδων, ανώμαλων διαβρώσεων και ελκώσεων στο βλεννογόνο του στόματος, σχηματισμό αιμορραγικών εφελκίδων στο ερυθρό κράσπεδο των χειλέων, καθώς και ερυθηματώδων βλαβών με τη μορφή στόχου στο δέρμα των άκρων αρχικά. Προσβάλλονται όλες οι θέσεις του βλεννογόνου του στόματος, σπανιότερα όμως τα ούλα και η σκληρή υπερώα, σημείο ιδιαίτερα χρήσιμο για τη διαφορική διάγνωση από την πρωτοπαθή ερπητική ουλοστοματίτιδα, ενώ αντίθετα η προσβολή των χειλέων αποτελεί ενδεικτικό σημείο της νόσου. Συνήθως οι βλάβες αποδράμουν σε διάστημα 2-6 εβδομάδων. Στον ασθενή αναλόγως της βαρύτητας των βλαβών χορηγούνται συστηματικά μικρές δόσεις κορτικοστεροειδών ή αντιερπητικών φαρμάκων σε περίπτωση που διαγνωσθεί ότι πρόκειται για υποτροπιάζον πολύμορφο ερύθημα όπου το αίτιο είναι ο ιός του απλού έρπητα. Η λήψη ενός καλού ιστορικού θα διευκολύνει σημαντικά τόσο τη διαφορική διάγνωση από άλλες φυσαλιδοελκωτικές νόσους, όσο και την καθησύχαση του ασθενούς ότι δεν πρόκειται για μια επικίνδυνη κατάσταση.

Το αγγειοοίδημα ή αγγειονευρωτικό οίδημα ή νόσος του Quincke είναι ένας  σχετικά συνήθης τύπος αλλεργικής αντίδρασης που διακρίνεται σε  δυο μορφές, την επίκτητη και την κληρονομική. Ο επίκτητος τύπος είναι πιο συνήθης και οφείλεται σε φάρμακα, τροφές, σκόνη και άλλες ουσίες που μπορεί να δράσουν ως αλλεργιογόνα. Κλινικά παρατηρείται διάχυτο οίδημα, μονήρες ή πολλαπλό, χωρίς ερυθρότητα που αφορά σε όλο το πρόσωπο αλλά κυρίως στα χείλη και στην περιστοματική περιοχή ή στην περιοχή γύρω από τους οφθαλμούς. Ενδοστοματικά μπορεί να προσβληθεί η γλώσσα προκαλώντας λειτουργικά προβλήματα και δυσχέρεια στην αναπνευστική λειτουργία. Οι ασθενείς αναφέρουν απότομη εμφάνιση και αίσθημα ελαφρού κνησμού και τάσης στην περιοχή. Το οίδημα παρέρχεται συνήθως σε διάστημα 2-3 ημερών. Διαφορική διάγνωση θα πρέπει να γίνει από την κοκκιωματώδη χειλίτιδα (είναι επίσης αιφνίδια αλλά δεν παρέρχεται γρήγορα), καθώς και από άλλες αιτίες που προκαλούν οίδημα στο χείλος όπως το οξύ απόστημα, τη δήξη χείλους (αιμάτωμα), τη νόσο του Crohn και τη στοματο-προσωπική κοκκιωμάτωση. Η διάγνωση θα γίνει κυρίως με βάση το ιστορικό. Απαραίτητη είναι η διακοπή του αλλεργιογόνου παράγοντα και η χορήγηση αντιϊσταμινικών per os ή η ενδομυϊκή ένεση κορτιζόνης σε σοβαρότερες καταστάσεις.


ΚΛΙΝΙΚΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 2

Άντρας 42 ετών προσήλθε με πολλαπλές ελκώσεις στη στοματική κοιλότητα, διάρκειας 3-4 ημερών. Διαπιστώθηκε πόνος, δυσφαγία, δυσκαταποσία, αυξημένη σιαλόρροια, καθώς και μικρές βλάβες στα γεννητικά όργανα. Στο ιστορικό ανέφερε λήψη αντιβίωσης προ λίγων ημερών λόγω ουρολοίμωξης. Ο ασθενής χαρακτηρίζεται γενικά ως αλλεργικό άτομο, ενώ προ δεκαετίας είχε υποβληθεί σε μεταμόσχευση μυελού των οστών. Με βάση την κλινική εικόνα και το ιστορικό του ασθενούς η διαφορική διάγνωση περιέλαβε τα εξής:

1. πολύμορφο ερύθημα
2. σύνδρομο Stevens-Johnson
3. σύνδρομο Αδαμαντιάδη-Behcet
4. ερπητική στοματίτιδα

Η οξεία εμφάνιση των βλαβών, η έλλειψη γενικών συμπτωμάτων και λεμφαδενίτιδας σε συνδυασμό με το ιστορικό λήψης αντιβίωσης οδήγησε στην πιθανή κλινική διάγνωση του πολυμόρφου ερυθήματος. Οι βλάβες στα γεννητικά όργανα, οι οποίες προσανατολίζουν τόσο στο σύνδρομο Stevens-Johnson όσο και στο σύνδρομο Αδαμαντιάδη-Behcet, απλά συνυπήρχαν με τις στοματικές εκδηλώσεις του πολυμόρφου ερυθήματος (γεγονός που συμβαίνει αρκετά συχνά και μπορεί να περιπλέξει την τελική διάγνωση). Στο σύνδρομο Stevens-Johnson, το οποίο αποτελεί βαρειά μορφή πολυμόρφου ερυθήματος συνυπάρχουν βλάβες από το δέρμα και τους επιπεφυκότες καθώς και γενικά συμπτώματα. Στο σύνδρομο Behcet οι βλάβες του στόματος μιμούνται τις υποτροπιάζουσες άφθες και ο ασθενής αναφέρει συχνές υποτροπές, ενώ για να τεθεί η τελική διάγνωση πρέπει να συνυπάρχουν επιπλέον κύρια ή δευτερεύοντα κλινικά σημεία όπως βλάβες οφθαλμικές, δερματικές ή από τις αρθρώσεις, τα αγγεία κλπ. Όσον αφορά στην ερπητική στοματίτιδα, απουσίαζαν τα γενικά συμπτώματα καθώς και βλάβες στα ούλα και υπερώα. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η πρωτοπαθής ερπητική λοιμώξη στους ενήλικες έχει τη μορφή εμπύρετης φαρυγγοαμυγδαλίτιδας. Στον ασθενή χορηγήθηκε συστηματικά πρεδνιζολόνη (prezolon) 30 mg/24h επί 5 ημέρες, με σταδιακή μείωση τις επόμενες ημέρες, με άριστα αποτελέσματα.


Γ. ΛΟΙΜΩΔΗ ΝΟΣΗΜΑΤΑ


Στον τομέα των οξέων στοματολογικών νοσημάτων που οφείλονται σε λοιμογόνους παράγοντες, η οξεία ελκονεκρωτική ουλίτιδα αποτελεί μια πάθηση με την οποία μπορεί ο οδοντίατρος να έρθει αντιμέτωπος. Ως υπεύθυνοι μικροοργανισμοί φέρονται διάφορα αναερόβια μικρόβια όπως σπειροχαίτες, τριχομονάδες, ατρακτόμορφο βακτηρίδιο, η μπορέλια του Vincent κ.α, η  παθογόνος δράση των οποίων προϋποθέτει έδαφος ελαττωμένης αμυντικής ικανότητας λόγω τοπικών (κακή στοματική υγιεινή) ή συστηματικών παραγόντων (ανοσοανεπάρκεια, stress κλπ). Οι ασθενείς, συνήθως νεαρής ηλικίας 15-30 ετών, παραπονούνται για καύσο ή ελαφρό πόνο στα ούλα, τα οποία εμφανίζουν κρατηροειδείς νεκρώσεις στις μεσοδόντιες θηλές και στην παρυφή. Τα συμπτώματα εντείνονται, παρατηρείται δυσκολία στη μάσηση, πυρετός, σύστοιχη λεμφαδενίτιδα και κακοσμία του στόματος. Αντίστοιχες  βλάβες  μπορεί να εμφανισθούν και σε άλλες περιοχές του βλεννογόνου όπως παρειές, έδαφος του στόματος κ.α. Η διάγνωση στηρίζεται στην κλινική εικόνα και το ιστορικό. Η  χορήγηση οξυγονούχων στοματοπλυμάτων τοπικά, πενικιλλίνης ή και μετρονιδαζόλης συστηματικά και η σχολαστική στοματική υγιεινή σε δεύτερη φάση θα οδηγήσει σε αποδρομή της νόσου. Τυχόν μειωμένη ανταπόκριση των βλαβών στη θεραπεία πρέπει να οδηγήσει σε υποψία για την ύπαρξη κάποιου γενικότερου προδιαθεσικού παράγοντα. Αξίζει να τονισθεί ότι η ελκονεκρωτική ουλίτιδα συμπεριλαμβάνεται στην ομάδα Ι βλαβών που σχετίζονται με HIV-λοίμωξη.

Τέλος, η πρωτοπαθής ερπητική ουλοστοματίτιδα αποτελεί μια οξεία λοίμωξη του βλεννογόνου του στόματος που οφείλεται στον ιό του απλού έρπητα (HSV-1). Οι ασθενείς, συνήθως παιδιά ηλικίας 3-7 ετών, σπανιότερα έφηβοι και ενήλικες, προσέρχονται  αρχικά με ποικίλης βαρύτητας γενικά φαινόμενα όπως αδιαθεσία, καταβολή δυνάμεων, πυρετό 38-39ο , ανορεξία, τα οποία αργότερα (1-2 ημέρες) συνοδεύονται από την εμφάνιση διάσπαρτων φυσαλίδων σε όλο το βλεννογόνο. Μετά τη ρήξη τους καταλείπουν επώδυνες διαβρώσεις που περιβάλλονται από ερυθρή άλω και μοιάζουν με άφθες. Στα ούλα παρατηρείται παρυφώδες ερύθημα, οι μεσοδόντιες θηλές φλεγμαίνουν, είναι υπεραιμικές και με ελαφρύ ακόμα ερεθισμό, αιμορραγούν. Οι κλινικές αυτές εκδηλώσεις συνοδεύονται από διόγκωση των τραχηλικών λεμφαδένων. Οι ασθενείς πρέπει να καθησυχαστούν πως οι βλάβες είναι αυτοπεριοριζόμενες και θα παρέλθουν σε διάστημα 1-2 εβδομάδων συνήθως χωρίς θεραπεία, αν και η χορήγηση ακυκλοβίρης ή βαλασικλοβίρης μειώνει το χρόνο των βλαβών και επιταχύνει την ίαση.


ΚΛΙΝΙΚΟ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 3

Νεαρό κορίτσι 8 ετών προσήλθε με πολλαπλές μικρές διαβρώσεις στην γλώσσα και στα χείλη. Τα ούλα εμφανίζονταν ερυθρά και οιδηματώδη, ενώ αναφέρθηκε υψηλός πυρετός (39), δυσκαταποσία και κακουχία. Η ψηλάφηση των υπογναθίων λεμφαδένων ήταν επώδυνη. Η έναρξη των σημείων και συμπτωμάτων σημειώθηκε πριν από πέντε ημέρες περίπου.

Στην διαφορική διάγνωση συμπεριλαμβάνονται:

1. ερπητική ουλοστοματίτιδα (πρωτοπαθής)
2. ερπητόμορφα έλκη
3. πολύμορφο ερύθημα-σύνδρομο Stevens-Johnson
4. ερπητική κυνάγχη
5. νόσος χειρών-ποδών-στόματος
6. ελκονεκρωτική ουλίτιδα

Τα ερπητόμορφα έλκη δεν συνοδεύονται από γενικά συμπτώματα και συνήθως δεν εκδηλώνονται στα ούλα. Χαρακτηριστικές δερματικές βλάβες-στόχοι που απαντώνται συχνά στο πολύμορφο ερύθημα δεν βρέθηκαν, ενώ οι ενδοστοματικές βλάβες επεκτείνονταν στα ούλα εύρημα το οποίο δεν παρατηρείται συνήθως στο πολύμορφο ερύθημα. Επίσης απουσιάζουν τα γενικά συμπτώματα που χαρακτηρίζαν τη μικρή ασθενή ενώ η απουσία βλαβών από άλλους βλεννογόνους απομάκρυνε την πιθανότητα του συνδρόμου Stevens-Johnson Η ερπητική κυνάγχη αποκλείστηκε λόγω της επέκτασης των βλαβών σε όλο το στοματικό βλεννογόνο, ενώ στην κυνάγχη οι βλάβες περιορίζονται στην περιοχή της μαλακής υπερώας και στο φάρυγγα. Βλάβες στις παλάμες και τα πέλματα δεν συνόδευαν τις στοματικές εκδηλώσεις, αποκλείοντας έτσι την ιογενούς αιτιολογίας νόσο χειρών-ποδών-στόματος (ιοί Coxsackie). Τέλος, δεν διαπιστώθηκε νέκρωση ή έλκωση μεσοδόντιων θηλών, με αποτέλεσμα να αποκλεισθεί η περίπτωση της ελκονεκρωτικής ουλίτιδας. Κατά συνέπεια, όλα τα κλινικά σημεία και το ιστορικό συνηγορούσαν υπερ της   διάγνωσης της πρωτοπαθούς ερπητικής ουλοστοματίτιδας. Στη μικρή ασθενή χορηγήθηκε αντιερπητική αγωγή (Zovirax 1gr/24h) επί μία εβδομάδα, με άριστα αποτελέσματα.


 ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Συμπερασματικά θα πρέπει να τονισθεί ότι οι προαναφερθείσες στοματολογικές παθήσεις μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο της καθημερινής οδοντιατρικής πράξης και ο γενικός οδοντίατρος θα πρέπει να είναι ενήμερος διότι πιθανότατα είναι ο πρώτος που θα έρθει αντιμέτωπος με τον ασθενή. Η λήψη ενός πλήρους και λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού, σε συνδυασμό με τη γνώση και αναγνώριση των στοματικών βλαβών και την αναζήτηση εκδηλώσεων σε άλλους ιστούς ή όργανα, θα τον βοηθήσει ώστε να θέσει την τελική διάγνωση και να ανακουφίσει, να θεραπεύσει ή αν χρειασθεί να παραπέμψει τον ασθενή σε συναφείς ειδικότητες για περαιτέρω διερεύνηση.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1.     Αγγελόπουλος Α, Παπανικολάου Σ, Αγγελοπούλου Ε: Σύγχρονη Στοματική και Γναθοπροσωπική Παθολογία. 3η Έκδοση. Ιατρικές εκδόσεις Λίτσας. 2000.
2.     Neville B, Damm D, Allen C, Bouquot J. Oral and maxillofacial pathology. 2nd edition. 2002.
3.     Sklavounou A, Laskaris G:Eosinophilic ulcer of the oral mucosa, Oral Surg Oral Med Oral Pathol 58:431-436, 1984.
4.     Schofield JK, Tatnail FM, Leigh IM: Recurrent erythema multiforme:      clinical features and treatment in a large series of patients, Br J Dermatol 128:542-545, 1993.
5.     Scott DA, Coulter WA, Lamey P-J:Oral shedding of herpes simplex virus type I: a review, J Oral Pathol Med 26:441-447, 1997.
6.     Rees SR, Gibson J:Angioedema and swellings of the orofacial region, Oral Diseases 3:39-42, 1997.
7.     De Rossi SS, Greenberg MS:Intraoral contact allergy: a literature review and case reports, J Am Dent Assoc 129:1435-1441, 1998.
8.     Rowland RW:Necrotizing ulcerative gingivitis, Ann Periodontol 4:65-73, 1999.
9.     Helm TN, Camisa C, Allen C, et al:Clinical features of Behcet’s disease:report of four cases, Oral Surg Oral Med Oral Pathol 72:30-34, 1991.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Ιστοσελίδα του Στοματολογικού Ιατρείου -Οδοντιατρείου Αθανάσιου Ζακόπουλου

Ολοκληρώθηκε και ανέβηκε κανονικά από σήμερα η ιστοσελίδα του Ιατρείου.

Θερμές ευχαριστίες:
Στο Γιώργο που την επιμελήθηκε.
Στο Μιχάλη Κουρή (http://michalisk.deviantart.com/) για τις υπέροχες φωτογραφίες,
και στο καλό φίλο ζωγράφο Στράτο Παπαδόπουλο (http://www.gallery-roy.gr/) που έχει κατά κάποιο τρόπο την εικαστική επιμέλεια του χώρου.

http://www.stomatologiko-iatreio.gr/